- τεχνώμαι
- -άομαι, ΝΑ [τέχνη]επινοώ ή εκτελώ κάτι με δόλιο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεχνῶμαι — τεχνάομαι make by art pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) τεχνάομαι make by art pres ind mp 1st sg τεχνάομαι make by art pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) τεχνάζω employ art fut ind mid 1st sg τεχνόω instruct in an art pres subj mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτεχνώμαι — ἐπιτεχνῶμαι, άομαι (Α) 1. επινοώ δόλους για κάποιο σκοπό, μηχανορραφώ («βουλὴν ἐνταῡθα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾱται», Ηρόδ.) 2. εφευρίσκω, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεχνώμαι (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
λογοτέχνημα — το λογοτεχνικό έργο, σύγγραμμα με λογοτεχνική αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τέχνημα < τεχνῶμαι), πρβλ. καλλι τέχνημα, κομψο τέχνημα] … Dictionary of Greek
παρατεχνώμαι — άομαι, Α εξαπατώ με παραποίηση τής αλήθειας, επινοώ τέχνασμα παρά την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τεχνῶμαι «τεχνάζομαι»] … Dictionary of Greek
περιτεχνώμαι — άομαι, Α 1. τεχνάζομαι, κατασκευάζω κάτι 2. μηχανώμαι, δολιεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τεχνῶμαι «κατασκευάζω με τέχνη, μηχανεύομαι»] … Dictionary of Greek
προστεχνώμαι — άομαι, Α επινοώ κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τεχνῶμαι «μηχανεύομαι, επινοώ»] … Dictionary of Greek
συντεχνώμαι — άομαι, Α εργάζομαι μαζί με τους τεχνίτες ή τούς βοηθώ με τα σχέδια και τις συμβουλές μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεχνῶμαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
τέχνημα — το, ΝΑ [τεχνῶμαι] το προϊόν έντεχνης εργασίας νεοελλ. το τεχνούργημα αρχ. 1. πανούργο επινόημα, τέχνασμα («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», Αισχύλ.) 2. επινόηση, εφεύρεση («ἧ καλόν, ἦν δ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι», Πλάτ.) 3. (και για πρόσ. όταν… … Dictionary of Greek
τέχνησις — ήσεως, ἡ, Α [τεχνῶμαι] επινόημα για επιτυχία σκοπού, τέχνασμα … Dictionary of Greek
τεχνήτωρ — ορος, ὁ, Α κατασκευαστής, δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τεχνη τού τεχνῶμαι (πρβλ. μέλλ. τεχνή σομαι) + επίθημα τωρ (πρβλ. μυνή τωρ)] … Dictionary of Greek